ραγιάς

ραγιάς
Τούρκικη λέξη που προέρχεται από αντίστοιχη αραβική που σημαίνει κοπάδι. Ονομασία που είχαν δώσει οι Τούρκοι στους υποταγμένους λαούς. Η λέξη είχε υποτιμητικό χαρακτήρα. Ο ρ. είχε ελάχιστα δικαιώματα και ήταν υποχρεωμένος να πληρώνει κεφαλικό φόρο, το λεγόμενο «χαράτσι». Η πλειοψηφία των ρ. ήταν Έλληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι και Φράγκοι.
* * *
(I)
ο, Ν
1. (αρχικά) ο χωρικός υπήκοος τού σουλτάνου, μουσουλμάνος ή μη μουσουλμάνος
2. (κατά την περίοδο τής τουρκοκρατίας) χριστιανός υπήκοος τού σουλτάνου που ήταν υποχρεωμένος να πληρώνει φόρους για την κάλυψη τών δαπανών τού κράτους
3. συνεκδ. α) αυτός που υποτάσσεται δουλικά σε ανώτερο ή ισχυρότερό του
β) δούλος, σκλάβος («να 'ρθούν να προσκυνήσουνε ραγιάδες να γενούνε», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. raya].
————————
(II)
ο, Ν
βλ. ρατζάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ραγιάς — ο (λ. τουρκ.), ο μη μωαμεθανός υπήκοος της Τουρκίας ή άλλου μωαμεθανικού κράτους, ο δούλος: Οι κλέφτες δεν ήθελαν να προσκυνήσουν και να γίνουν ραγιάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Reâyâ — (von arabisch ‏رعية‎, DMG Raʿīya; Plural: ‏رعايا‎, DMG Raʿāyā; Serbokroatische Sprache: Raja; Griechische Sprache: ραγιάς [rajás], Mz. ραγιάδες [rajádes]) bezeichnete in der mittelalterlichen islamischen Welt und im Osmanischen Reich den… …   Deutsch Wikipedia

  • ραγιάδικος — η, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ραγιά 2. αυτός τού οποίου οι τρόποι και η συμπεριφορά έχουν δουλικότητα ή δηλώνουν υποταγή, δουλοπρεπής, αναξιοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραγιάδες, πληθ. τού ραγιάς + κατάλ. ικος (πρβλ. φαγάδ ικος,… …   Dictionary of Greek

  • ραγιαδισμός — ο, Ν η ιδιότητα και η συμπεριφορά τού ραγιά, δουλικότητα, αναξιοπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραγιάδες, πληθ. τού ραγιάς + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ρατζά — και ρατζάς και ραγιάς, ο, Ν 1. ο βασιλιάς στις ινδουιστικές χώρες 2. ο μουσουλμάνος τιμαριούχος τών Μογγόλων αυτοκρατόρων 3. (κατά τη βρεταν. κατοχή τής Ινδίας) μέγας υποτελής τού Στέμματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λ. τής γλώσσ. Χίντι raja < αρχ. ινδ.… …   Dictionary of Greek

  • ρατζάς — και ραγιάς, ο, Ν βλ. ρατζά …   Dictionary of Greek

  • Αργυρόπουλος, Μιχαήλ — (1862 – 1949). Ποιητής και πολιτευτής. Καταγόταν από τη Σμύρνη και είναι γνωστός και με το ψευδώνυμο Ρήγας Ραγιάς. Η πρώτη του ποιητική συλλογή Τα τραγούδια του Γένους (1913) είναι εμπνευσμένη από τα δεινά των τότε αλύτρωτων περιοχών της Ελλάδας… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Μακρυγιάννης — I (Γιάννης Τριαντάφυλλου ή Τριανταφυλλοδημήτρης, Αβορίτη Δωρίδας, Φωκίδα 1797 – Αθήνα 1864). Αγωνιστής του 1821, στρατηγός και πολιτικός. Ο συγγραφέας των απαράμιλλων για το ύφος τους Απομνημονευμάτων έλαβε το παρωνύμιο Μ., χάρη στο ψηλόλιγνο… …   Dictionary of Greek

  • Ραγίδες — (Rajidae). Οικογένεια ψαριών, με κύριο εκπρόσωπο το γένος ράγια. Τα ψάρια της οικογένειας αυτής ζουν στον βυθό των ψυχρών και εύκρατων θαλασσών. Οι ράγες κάθονται συνήθως ακίνητες, παραμονεύοντας τη λεία τους. Μπορούν να κολυμπούν γρήγορα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”